- εὐκαθαίρετος
- εὐκαθαίρετοςeasy to conquermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκαθαίρετος — εὐκαθαίρετος, ον (Α) 1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα 2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.) 3. αυτός που εξαντλείται εύκολα 4. ασταθής, ευμετάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + … Dictionary of Greek
εὐκαθαίρετον — εὐκαθαίρετος easy to conquer masc/fem acc sg εὐκαθαίρετος easy to conquer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθαιρετωτέρους — εὐκαθαίρετος easy to conquer masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθαιρέτους — εὐκαθαίρετος easy to conquer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθαίρετα — εὐκαθαίρετος easy to conquer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθαίρετοι — εὐκαθαίρετος easy to conquer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԻՒՐԱՔԱԿ — ( ) NBH 1 0635 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԴԻՒՐԱՔԱԿ ԴԻՒՐԱՔԱԿԵԼԻ. εὑδιάλυτος, εὑκαθαίρετος facile dissolubilis Որ դիւրաւ քակի, քակտի, կործանի, լուծանի, ցրուի. *Դիւրաքակ բարձրութիւնն (մարդ). Ոսկ. սղ.: *Մոխիր ասաց,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԴԻՒՐԱՔԱԿԵԼԻ — ( ) NBH 1 0635 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԴԻՒՐԱՔԱԿ ԴԻՒՐԱՔԱԿԵԼԻ. εὑδιάλυτος, εὑκαθαίρετος facile dissolubilis Որ դիւրաւ քակի, քակտի, կործանի, լուծանի, ցրուի. *Դիւրաքակ բարձրութիւնն (մարդ). Ոսկ. սղ.: *Մոխիր ասաց,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)